- συνεργία
- και συνέργεια, η, ΝΜΑ [συνεργός / συνεργής]1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την έμπνευση και την καθοδήγηση τού διαβόλουνεοελλ.1. (ποιν. δίκ.) μορφή συμμετοχής σε έγκλημα, η οποία συνίσταται στην παροχή στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης κατά την τέλεση τού εγκλήματος2. βιολ. συνεργασία πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την επίτευξη μιας λειτουργίας («συνεργία μυών»)3. χημ. φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη δράση δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών είναι εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την δράση τής καθεμιάς ξεχωριστά4. (φαρμ.) φαινόμενο κατά το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας προς τον ίδιο στόχο5. (οικον.) φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα τών επιμέρους συστατικών μερών του6. το αποτέλεσμα τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων αλλά συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας7. φρ. «παραγοντική συνέργεια»βιολ. η υποχρεωτική συνεργασία δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικόμσν.-αρχ.συμπαράσταση, βοήθειααρχ.συνωμοσία («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.